- πρόδηλον
- πρόδηλοςclearmasc/fem acc sgπρόδηλοςclearneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Filioque — Christianity portal … Wikipedia
πρόδηλος — η, ο / πρόδηλος, ον, ΝΑ σαφής, έκδηλος, ολοφάνερος («πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι μάχη ἔσοιτο», Ξεν.) αρχ. 1. προδηλωτικός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδηλοι (ενν. φόβοι) φόβοι που είχαν προβλεφθεί 3. φρ. «ἐκ προδήλου» από εμφανές μέρος. Επίρ.… … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
ՅԱՅՏ — (ի, ից.) NBH 2 0320 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c, 15c ա. φανερός, δῆλος, η, ον, γνώριμος manifestus եւն. Տ. ՅԱՅՏՆԻ. որոյ է արմատ. (լծ. հյ. Այտ՝ որպէս ʼի դուրս երեւեալ, եւ այտուցեալ. մանաւանդ թ. այտըն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՆԱԽԱՅԱՅՏ — ( ) NBH 2 0392 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 12c, 13c ա. πρωτοφανής, πρόδηλον primum apparens, prospicuum. Նախածանուցեալ, եւ քաջայայտ. *Յայտնագոյն, որպէս նախատուր, եւ նախայայտ. Դիոն. երկն.: *Ըստ նախայայտ արարելոյդ. Կլիմաք.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)